ακουρμάζομαι

ακουρμάζομαι
ακουρμοίνομαι (αόρ. ακουρμάστηκα)
1) (внимательно) слушать, прислушиваться; 2) подслушивать; 3) слушаться, повиноваться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ακουρμάζομαι" в других словарях:

  • ακουρμάζομαι — ακούρμασμα κ.λπ. βλ. ακρουμάζομαι, ακρούμασμα κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • ακρουμάζομαι — και ακρομάζομαι, ακουρμάζομαι, και ακρουμαίνομαι 1. ακούω με προσοχή 2. αφουγκράζομαι, «στήνω αφτί» 3. κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ενδιαφέρει ετυμολογικά για το πλήθος τών τύπων που μεσολαβούν και τών μεταβολών που υφίστανται, ώστε να απαρτιστεί η… …   Dictionary of Greek

  • ακουρμαίνομαι — και ακουρμάζομαι βλ. ακρουμάζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»